-
1 στυλ
το άκλ. стиль -
2 στυλ
1) allure2) style -
3 στυλ
1) fason (m) rzecz.2) styl (m) rzecz. -
4 στυλ
1) čnělka2) sloh3) styl -
5 στυλ
styleΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > στυλ
-
6 στυλάριον
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > στυλάριον
-
7 στυλίδιον
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > στυλίδιον
-
8 στυλίζω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > στυλίζω
-
9 στυλίον
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > στυλίον
-
10 στυλίσκος
II = στυλίς 11, Eust.1039.38.III small stanchion, Hero Bel.88.1; also, small pillar on which to mount an astronomical instrument, Procl.Hyp.3.19: dub. sens. in IG11 (2).161 B101 (Delos, iii B.C.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > στυλίσκος
-
11 στυλίς
Aστῦλος 1
, IG12.313.95, OGI332.9 (Elaea, ii B.C.), Ph.Bel.74.8, D.H.3.21: pecul. acc.στυλλεῖδαν CIG 3293
([place name] Smyrna). -
12 στυλίτης
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > στυλίτης
-
13 στυλόω
A prop or stay with pillars, Apollod.Poliorc.145.10 ([voice] Pass.);ἀχυρὼν ἐστυλωμένος Inscr.Délos 445.22
(ii B.C.): metaph., ζωὴν στυλώσασθαι give stay to one's life (by means of children), AP7.648 (Leon.). -
14 στυλποιός
στῡλ-ποιός, ὁ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > στυλποιός
-
15 στυλπώλης
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > στυλπώλης
-
16 στύλωμα
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > στύλωμα
-
17 στύλωσις
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > στύλωσις
-
18 στυλωτός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > στυλωτός
-
19 стиль
-я α.1. το στυλ (Τέχνης ή λόγου), ύφος λόγου•романтический стиль в литературе ρω-μαντικό στυλ στη λογοτεχνία•
готический γοτθικό στυλ•
древнегреческий стиль в архитектуре αρχαιοελληνικό στυλ αρχιτεκτον ικής•
газетный стиль το στυλ εφημερίδων•
лаконический λακωνικό στυλ•
стиль фельетона στυλ επιφυλλίδας.
2. τρόπος συμπεριφοράς, ομιλίας, ενδυμασίας κλπ. стиль руководства στυλ καθοδήγησης•модный стиль μοντέρνο στυλ•
у каждого есть свой стиль ο καθένας έχει το δικό του στυλ.
3. το σύστημα μέτρησης του χρόνου•старый стиль το παλιό ημερολόγιο•
новый ή грегорианский стиль το νέο (γρηγοριανό) ημερολόγιο.
-
20 манера
-ы θ.1. υπόδειγμα, τρόπος (ενέργειας ή συμπεριφοράς). || ήθος, συμπεριφορά•манера вести себя τρόπος συμπεριφοράς ή του φέρεσθαι•
резкая манера απότομος τρόπος συμπεριφοράς•
у всякого манера своя манера ο καθένας έχει το δικό του τρόπο.
|| συνήθεια•у него неприятная манера перебивать собеседника αυτός έχει την κακή συνήθεια να διακόπτει τον συνομιλητή.
2. ύφος, στυλ•манера Рафаэля το στυλ του Ραφαήλ•
переменить -у αλλάζω το στυλ.
3. πλθ. -ы. τρόποι, σχέσεις, έθιμα•вульгарные -ы χυδαίοι τρόποι συμπεριφοράς•
непринуждённые -ы ανεπιτήδευτοι τρόποι συμπεριφοράς•
скромные -ы σεμνοί τρόποι συμπεριφοράς•
странные -ы παράξενοι τρόποι συμπεριφοράς.
εκφρ.всякими (разными) ή на всякие (разные) -ы – κατά τον καθένα, όπως ο καθένας νομίζει• διαφορετικά.
См. также в других словарях:
στυλ — και στιλ, το, Ν άκλ. 1. λογοτ. ιδιαίτερος τρόπος έκφρασης, ύφος 2. (καλ. τεχν.) ρυθμός, τεχνοτροπία («γοτθικό στυλ») 3. μτφ. εξωτερική εμφάνιση, παρουσιαστικό 4. φρ. «έχει στυλ» μτφ. έχει προσωπικό ύφος, έχει προσωπικότητα, έχει αέρα. [ΕΤΥΜΟΛ.… … Dictionary of Greek
στυλ — το βλ. στιλ … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μοτοσικλέτα — Οδικό όχημα με κινητήρα και δύο (ή σπανιότερα τρεις) τροχούς, για μεταφορά προσώπων ή και εμπορευμάτων. Όπως το αυτοκίνητο προήλθε από τις άμαξες, στις οποίες τοποθετήθηκαν κινητήρες ατμού ή εσωτερικής καύσης, έτσι και οι πρώτες μ. γεννήθηκαν από … Dictionary of Greek
στυλιστικός — και στιλιστικός, ή, ό, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο στυλ 2. το θηλ. ως ουσ. η στυλιστική η υφολογία. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. stylistic (βλ. και λ. στυλ)] … Dictionary of Greek
Μπιντερμάιερ — (Biedermeier). Συμβατικός όρος που χαρακτηρίζει έναν γερμανικό ρυθμό επίπλωσης. Αναπτύχθηκε μεταξύ 1815 και 1848 και πήρε την ονομασία του από ένα φανταστικό πρόσωπο το οποίο δύο συγγραφείς (ο Άντολφ Κουσμάουλ και ο Λούντβιχ Άιχροντ) ταύτισαν με… … Dictionary of Greek
Triklino — (Greek, Modern: Τρίκλινο, Katharevousa : Τρίκλινον, older name Priantza), is a small mountainous village (altitude 600 m.) of Greece. It is located in the northwest part of Greece and belongs to the Aetolia Acarnania prefecture.The artificial… … Wikipedia
Styl Kar — (its logo written in Greek as ΣΤΥΛ ΚΑΡ) was named after its founder, the very talented engineer Stylianos Karakatsanis. Its entire history is representative of a large number of Greek companies who were engaged in the construction of simple… … Wikipedia
Naxos — (Νάξος) Naxos, Portara Gewässer Mittelmeer Inselgruppe … Deutsch Wikipedia
STYL KAR — Foto eines Styl Kar Schauraumes STYL KAR (griechisch: ΣΤΥΛ ΚΑΡ) ist ein ehemaliger Hersteller von leichten dreirädrigen Nutzfahrzeugen. Gegründet wurde das Unternehmen 1959 vom griechischen Ingenieur Stylianos Karakatsanis. Vor der Gründung war… … Deutsch Wikipedia
Styl Kar — Foto eines Styl Kar Schauraumes STYL KAR (griechisch: ΣΤΥΛ ΚΑΡ) ist ein ehemaliger Hersteller von leichten dreirädrigen Nutzfahrzeugen. Gegründet wurde das Unternehmen 1959 vom griechischen Ingenieur Stylianos Karakatsanis. Vor der Gründung war… … Deutsch Wikipedia
Ligatures de l'alphabet grec — Stèle funéraire de Nicomédie (120 av. J. C., actuellement au Louvre) : la première ligne, θράσων Διογένους τήνδε ἀνέστησεν στυλ comporte les ligatures ων à la fin du première mot et ήν dans le troisième. Les lignes suivantes en… … Wikipédia en Français